- λωτίζομαι
- λωτίζομαι (Α) [λωτός]1. κόβω λωτούς, άνθη λωτών2. μτφ. εκλέγω το άριστο για ευχαρίστησή μου3. (το ενεργ.) (κατά τον Ησύχ.) «λωτίζεινἀπανθίζεσθαι, ἀπολύειν».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λωτίσασθε — λωτίζομαι cull the best aor imperat mid 2nd pl λωτίζομαι cull the best aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωτίζειν — λωτίζομαι cull the best pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωτίζεται — λωτίζομαι cull the best pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λώτισμα — λώτισμα, τὸ (Α) [λωτίζομαι) 1. άνθος 2. μτφ. το απάνθισμα, καθετί το εκλεκτό, το ωραιότατο, το άριστο («ὦ γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα», Ευρ.) … Dictionary of Greek